συνταγματαρχίνα

συνταγματαρχίνα
η
1) жена полковника; 2) полковник (женщина)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνταγματαρχίνα" в других словарях:

  • συνταγματαρχίνα — η, Ν βλ. συνταγματάρχης …   Dictionary of Greek

  • συνταγματαρχίνα — η σύζυγος του συνταγματάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνταγματάρχης — ο, ΝΑ, θηλ. συνταγματαρχίνα Ν αρχηγός συντάγματος νεοελλ. 1. βαθμός ανώτερου αξιωματικού τού στρατού ξηράς, αμέσως ανώτερος τού αντισυνταγματάρχη και αμέσως κατώτερος τού ταξίαρχου 2. το θηλ. η σύζυγος συνταγματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταγμα, ατος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»